- ευλογητάριο
- το (Μ εὐλογητάριον)(κυρίως στον πληθ.) τα ευλογητάριατα τροπάρια που ψάλλονται στον όρθρο και που αρχίζουν με τις λέξεις «εὐλογητός εἶ, Κύριε,...» (α. «ευλογητάρια αναστάσιμα» — αυτά που ψάλλονται κατά τον όρθρο τής Κυριακήςβ. «ευλογητάρια νεκρώσιμα» — αυτά που ψάλλονται κατά τον όρθρο τού Σαββάτου, στις κηδείες, στα μνημόσυνα κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-λογη-τός, ρηματ. επίθ. τού ευ-λογώ, + κατάλ. -άριον* (< λατ. -arium), πρβλ. προσκυνητάρι].
Dictionary of Greek. 2013.